οροθετικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροθετικότητα οι οροθετικότητες
      γενική της οροθετικότητας των οροθετικοτήτων
    αιτιατική την οροθετικότητα τις οροθετικότητες
     κλητική οροθετικότητα οροθετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οροθετικότητα < οροθετικός + -ότητα

Ουσιαστικό

οροθετικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του οροθετικού
    Όταν θέλησε να πάει σε συγγενικό σπίτι στην ιδια γειτονιά, δεν την δέχθηκαν λόγω των προκαταλήψεων για την οροθετικότητά της, λόγω του ότι, πάνω απ’ όλα, είχε διαπομπευθεί. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.