οροθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οροθεσία | οι | οροθεσίες |
| γενική | της | οροθεσίας | των | οροθεσιών |
| αιτιατική | την | οροθεσία | τις | οροθεσίες |
| κλητική | οροθεσία | οροθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οροθεσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
οροθεσία θηλυκό
- καθορισμός ορίων, συνόρων.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.