οροθέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροθέτηση οι οροθετήσεις
      γενική της οροθέτησης* των οροθετήσεων
    αιτιατική την οροθέτηση τις οροθετήσεις
     κλητική οροθέτηση οροθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οροθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οροθέτηση < οροθετώ + -ση

Ουσιαστικό

οροθέτηση θηλυκό

  1. η οροσήμανση
  2. άλλη μορφή του οριοθέτηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.