ορο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορο-: δείτε τους ορισμούς
Πρόθημα
ορο-
- ορο-, ορό-: (ιατρική) «ο ορός» ως πρώτο συνθετικό
- οροθετικός, ορόγαλα
- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρο- (με ψιλή) < ὁ ὀρό(ς)
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως ο ορός στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορό-, όπως ο ορός στο Βικιλεξικό
- ορο-, ορό-: «ο όρος» ως πρώτο συνθετικό, με σημασία: σύνορο, όριο
- οροθεσία, ορόσημο
- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁρο- (με δασεία) < αρχαία ελληνική ὁ ὅρο(ς)
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως ο όρος στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορό-, όπως ο όρος στο Βικιλεξικό
- ορο-, ορεο-, ορεό-: (γεωγραφία, γεωλογία) «το όρος», «το βουνό» ως πρώτο συνθετικό
- οροπέδιο, ορεογένεση, ορεόφυτα
- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρο-, ὀρεο- (με ψιλή) < αρχαία ελληνική τό ὄρο(ς) (το βουνό)
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορο-, όπως το όρος στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορεο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορεό- στο Βικιλεξικό
- → δείτε και τις μορφές ορει-, ορεί- & ορεσι-, ορεσί-
Μεταφράσεις
ορο- όπως το σύνορο, το όριο
|
|
ορο- όπως ο ορός στην ιατρική
|
|
ορο- όπως το βουνό
|
|
Πηγές
- ορο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.