ορός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ορός | οι | οροί |
| γενική | του | ορού | των | ορών |
| αιτιατική | τον | ορό | τους | ορούς |
| κλητική | ορέ | οροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
νοσοκομειακός ορός
Ετυμολογία
- ορός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sérum (< λατινική γλώσσα serum)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈɾos/
- τονικά παρώνυμα: όρος, Όρρος
Ουσιαστικό
ορός αρσενικό (ιατρική, αιματολογία)
- Κάθε ορώδες υγρό το οποίο ενυδατώνει τις επιφάνειες ορογόνων μεμβρανών
- Το υδάτινο τμήμα του αίματος που απομένει μετά την πήξη· το υγρό που προκύπτει όταν το αίμα αφεθεί για αρκετό διάστημα ώστε να συρρικνωθεί το πήγμα.
- Υγρό το οποίο προέρχεται από το αίμα και περιέχει αντισώματα έναντι συγκεκριμένου μικροοργανισμού. Χρησιμοποιείται για την παροχή άμεσης παθητικής ανοσίας σε κάποιον, ο οποίος έχει εκτεθεί στον ίδιο μικροοργανισμό.
Αναφορές
- ορός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.