ορός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορός οι οροί
      γενική του ορού των ορών
    αιτιατική τον ορό τους ορούς
     κλητική ορέ οροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νοσοκομειακός ορός

Ετυμολογία

ορός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁρός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sérum (< λατινική γλώσσα serum)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈɾos/
τονικά παρώνυμα: όρος, Όρρος

Ουσιαστικό

ορός αρσενικό (ιατρική, αιματολογία)

  1. Κάθε ορώδες υγρό το οποίο ενυδατώνει τις επιφάνειες ορογόνων μεμβρανών
  2. Το υδάτινο τμήμα του αίματος που απομένει μετά την πήξη· το υγρό που προκύπτει όταν το αίμα αφεθεί για αρκετό διάστημα ώστε να συρρικνωθεί το πήγμα.
  3. Υγρό το οποίο προέρχεται από το αίμα και περιέχει αντισώματα έναντι συγκεκριμένου μικροοργανισμού. Χρησιμοποιείται για την παροχή άμεσης παθητικής ανοσίας σε κάποιον, ο οποίος έχει εκτεθεί στον ίδιο μικροοργανισμό.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.