definition

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
definition definitions

Ουσιαστικό

definition (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο ορισμός, μια εξήγηση της σημασίας μιας λέξης ή μιας φράσης, ειδικά σε ένα λεξικό
    a clear/precise/short definition - σαφής/ακριβής/σύντομος ορισμός
    the definitions of the entries in a dictionary - οι ορισμοί των λημμάτων ενός λεξικού
    philosophical definition - φιλοσοφικός ορισμός
  2. (μετρήσιμο, definition of) ο ορισμός, τι σημαίνει ιδέα
    The definition of justice/virtue.
    Ο ορισμός της δικαιοσύνης/της αρετής.
    The definition of tragedy according to Aristotle.
    Ο ορισμός της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη.
  3. (μη μετρήσιμο) εξ ορισμού
    By definition, we accept that the parallelogram has four sides each of the two parallel.
    Εξ ορισμού δεχόμαστε ότι το παραλληλόγραμμο έχει τις τέσσερις πλευρές του ανά δύο παράλληλες.
  4. η ευκρίνεια· (λαϊκότερο: ανάλυση, γενικότερο: διακριτότητα ανά μονάδα επιφάνειας)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.