καθορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καθορισμός | οι | καθορισμοί |
| γενική | του | καθορισμού | των | καθορισμών |
| αιτιατική | τον | καθορισμό | τους | καθορισμούς |
| κλητική | καθορισμέ | καθορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καθορισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.