ορείχαλκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ορείχαλκος | οι | ορείχαλκοι |
| γενική | του | ορείχαλκου & ορειχάλκου |
των | ορείχαλκων & ορειχάλκων |
| αιτιατική | τον | ορείχαλκο | τους | ορείχαλκους & ορειχάλκους |
| κλητική | ορείχαλκε | ορείχαλκοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

βρύση από ορείχαλκο

αστρολάβος από ορείχαλκο
Ετυμολογία
- ορείχαλκος < αρχαία ελληνική ὀρείχαλκος < ακκαδική 𒍏 (URUD, χαλκός) + χαλκός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈri.xal.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρεί‐χαλ‐κος
Συγγενικά
- ορειχαλκέας
- ορειχάλκινος
- ορειχαλκίτης
- ορειχαλκουργός
- ορειχαλκουργία
- ορειχαλκόχρους
- ορειχαλκωμένος
- ορειχαλκώνω
- ορειχάλκωση
- → δείτε και τη λέξη χαλκός
Σημειώσεις
- συχνά συγχέεται με τον μπρούντζο, που είναι κράμα χαλκού - κασσίτερου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.