βρύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρύση οι βρύσες
      γενική της βρύσης των (βρυσών)
    αιτιατική τη βρύση τις βρύσες
     κλητική βρύση βρύσες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μία βρύση και ο μηχανισμός της.
Δημόσια βρύση δίπλα σε καρτοτηλέφωνο.

Ετυμολογία

βρύση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρύση < βρύσις < αρχαία ελληνική βρύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρύση
ομόηχο: βρίσει

Ουσιαστικό

βρύση θηλυκό

  1. το μεταλλικό, συνήθως, εξάρτημα με διακόπτη που διακόπτει ή επιτρέπει και ρυθμίζει την παροχή νερού ή άλλου υγρού
  2. η κατασκευή σε ανοιχτό χώρο για τη λήψη νερού από το κοινό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.