ορειχαλκουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορειχαλκουργία οι ορειχαλκουργίες
      γενική της ορειχαλκουργίας των ορειχαλκουργιών
    αιτιατική την ορειχαλκουργία τις ορειχαλκουργίες
     κλητική ορειχαλκουργία ορειχαλκουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορειχαλκουργία < ορείχαλκος + -ουργία

Ουσιαστικό

ορειχαλκουργία θηλυκό

  1. μονάδα παραγωγής αντικειμένων από ορείχαλκο
  2. γενικά ο τομέας της παραγωγής αντικειμένων από ορείχαλκο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.