ορειχάλκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορειχάλκωση | οι | ορειχαλκώσεις |
| γενική | της | ορειχάλκωσης* | των | ορειχαλκώσεων |
| αιτιατική | την | ορειχάλκωση | τις | ορειχαλκώσεις |
| κλητική | ορειχάλκωση | ορειχαλκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ορειχαλκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορειχάλκωση < ορειχαλκώνω + -ση
Μεταφράσεις
ορειχάλκωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.