αστρολάβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστρολάβος οι αστρολάβοι
      γενική του αστρολάβου των αστρολάβων
    αιτιατική τον αστρολάβο τους αστρολάβους
     κλητική αστρολάβε αστρολάβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστρολάβος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αστρολάβος αρσενικό

  • όργανο που χρησίμευε παλιά στη ναυσιπλοΐα για τον προσδιορισμό του ύψους των αστεριών πάνω τον ορίζοντα


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.