ὄρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀρεσ-
ονομαστική τὸ ὄρος τὰ ὄρη - ὄρε
      γενική τοῦ ὄρους - ὄρεος τῶν ὀρῶν - ὀρέων
      δοτική τῷ ὄρει - ὄρεῐ̈ τοῖς ὄρεσ(ν)
& επικός ὄρεσφι
    αιτιατική τὸ ὄρος τὰ ὄρη - ὄρεα
     κλητική ! ὄρος ὄρη - ὄρεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄρει - ὄρεε
γεν-δοτ τοῖν  ὀροῖν - ὀρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄρος < πιθανόν ὄρνυμι ... λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὄρος ουδέτερο

  • λυρικός & επικός τύπος: οὔρεος

Παράγωγα

  • ὄρειος
  • ὀρέστης, Ὀρέστης
  • ὀρεστίας
  • ὀρεστιάς
  • ὀρεύς

Σύνθετα

σύνθετα του ὄρος (βουνό)
με το θέμα της λέξηςὀρεσ-, ὀρέσ-Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀρεσ- στο Βικιλεξικό όπως ὀρέσβιος
Λέξεις ὀρεσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
με ολόκληρους πτωτικούς τύπους:
ὀρo--Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀρo- στο Βικιλεξικό όπως ὀροπέδιον
από τη δοτική ενικού ὄρειὀρει-, ὀρεί-Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀρει- στο Βικιλεξικό όπως ὀρειβάτης, ὀρείχαλκος

Λέξεις ὀρει- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

από τη δοτική πληθυντικού ὄρεσι
1)ὀρεσι-, ὀρεσί-Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀρεσι- στο Βικιλεξικό όπως ὀρεσιδρόμος, ὀρεσίτροφος, ὀρέσβιος
Λέξεις ὀρεσι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
2) και με επική κατάληξηὀρεσσι-, ὀρεσσί-Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀρεσσι- στο Βικιλεξικό όπως ὀρεσσιβάτης
Λέξεις ὀρεσσι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
από το επίθετο ὄρειοςελληνιστικό ὀρεο-Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀρεο- στο Βικιλεξικό όπως ὀρεομήκης
Λέξεις ὀρεo- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.