ὀνειροπόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀνειροπόλος | τὸ | ὀνειροπόλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὀνειροπόλου | τοῦ | ὀνειροπόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὀνειροπόλῳ | τῷ | ὀνειροπόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀνειροπόλον | τὸ | ὀνειροπόλον | ||
| κλητική ὦ! | ὀνειροπόλε | ὀνειροπόλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀνειροπόλοι | τὰ | ὀνειροπόλᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὀνειροπόλων | τῶν | ὀνειροπόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀνειροπόλοις | τοῖς | ὀνειροπόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀνειροπόλους | τὰ | ὀνειροπόλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὀνειροπόλοι | ὀνειροπόλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνειροπόλω | τὼ | ὀνειροπόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀνειροπόλοιν | τοῖν | ὀνειροπόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ὀνειροπόλος, -ος, -ον
- που ασχολείται με την ερμηνεία των ονείρων, ονειροκρίτης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 63 (62-64)
- ἀλλ᾽ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα, | ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ᾽ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, | ὅς κ᾽ εἴποι ὅ τι τόσσον ἐχώσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
- Λοιπόν ας ερωτήσωμεν ή μάντιν ή ιερέα | ή ονειροκρίτην —έρχεται και τ᾽ όνειρο απ᾽ τον Δία— | να ειπεί γιατί εχόλωσε τόσο σ᾽ εμάς ο Φοίβος·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα, | ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ᾽ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, | ὅς κ᾽ εἴποι ὅ τι τόσσον ἐχώσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 149 (148-149)
- τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὁ δ᾽ Ἄβαντα μετῴχετο καὶ Πολύιδον, | υἱέας Εὐρυδάμαντος, ὀνειροπόλοιο γέροντος·
- Εκείθε στον Πολύιδον και Άβαντα περνάει, | υιούς του Ευρυδάμαντος, του γέρου ονειροκρίτου·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τοὺς μὲν ἔασ᾽, ὁ δ᾽ Ἄβαντα μετῴχετο καὶ Πολύιδον, | υἱέας Εὐρυδάμαντος, ὀνειροπόλοιο γέροντος·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 56.2
- ταῦτα δέ, ὡς ἡμέρη ἐγένετο τάχιστα, φανερὸς ἦν ὑπερτιθέμενος ὀνειροπόλοισι· μετὰ δὲ ἀπειπάμενος τὴν ὄψιν ἔπεμπε τὴν πομπήν, ἐν τῇ δὴ τελευτᾷ.
- Κι αυτά, μόλις ξημέρωσε η μέρα, χωρίς να χάσει στιγμή, τον είδαν να τα φανερώνει στους ονειροκρίτες και να ζητά τη γνώμη τους· ύστερα όμως αψήφησε το όνειρο και καταγινόταν με την πομπή, όπου και σκοτώθηκε.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ταῦτα δέ, ὡς ἡμέρη ἐγένετο τάχιστα, φανερὸς ἦν ὑπερτιθέμενος ὀνειροπόλοισι· μετὰ δὲ ἀπειπάμενος τὴν ὄψιν ἔπεμπε τὴν πομπήν, ἐν τῇ δὴ τελευτᾷ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 63 (62-64)
- που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα
Συγγενικά
Πηγές
- ὀνειροπόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀνειροπόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.