οκτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οκτώ < οχτώ με λόγια επίδραση[1] από την αρχαία ελληνική ὀκτώ με [xt] > [kt]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈkto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κτώ
Αριθμητικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οχτώ
Παράγωγα
| αριθμητικά | |
| απόλυτο: | οκτώ |
| ψηφίο: | οκτάρι |
| τακτικό: | όγδοος |
| πολλαπλασιαστικό: | οκταπλός |
| αναλογικό: | οκταπλάσιος |
| περιληπτικό: | οκτάδα, οκταριά |
| επίρρημα: | οκτάκις |
| πρόθημα: | οκτα- |
| χρονικά | |
| λεπτά: | οκτάλεπτο |
| ώρες: | οκτάωρο |
| ημέρες: | οκταήμερο |
| μήνες: | οκτάμηνο |
| έτη: | οκταετία |
| διάρκεια: | οκταετής, οκταετές - οκτάχρονος, οκτάχρονη, οκτάχρονο |
Μεταφράσεις
οκτώ
|
→ δείτε τη λέξη οχτώ |
Αναφορές
- οχτώ, οκτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οκτώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.