οχτάχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχτάχρονος η οχτάχρονη το οχτάχρονο
      γενική του οχτάχρονου της οχτάχρονης του οχτάχρονου
    αιτιατική τον οχτάχρονο την οχτάχρονη το οχτάχρονο
     κλητική οχτάχρονε οχτάχρονη οχτάχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχτάχρονοι οι οχτάχρονες τα οχτάχρονα
      γενική των οχτάχρονων των οχτάχρονων των οχτάχρονων
    αιτιατική τους οχτάχρονους τις οχτάχρονες τα οχτάχρονα
     κλητική οχτάχρονοι οχτάχρονες οχτάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οχτάχρονος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

οχτάχρονος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη  οκτάχρονος

Συγγενικά

εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.