μεγαοισοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαοισοφάγος οι μεγαοισοφάγοι
      γενική του μεγαοισοφάγου των μεγαοισοφάγων
    αιτιατική τον μεγαοισοφάγο τους μεγαοισοφάγους
     κλητική μεγαοισοφάγε μεγαοισοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαοισοφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική megaesophagus < αρχαία ελληνική μέγας + οἰσοφάγος

Ουσιαστικό

μεγαοισοφάγος αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.