φάρυγγας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φάρυγγας | οι | φάρυγγες |
| γενική | του | φάρυγγα | των | φαρύγγων |
| αιτιατική | τον | φάρυγγα | τους | φάρυγγες |
| κλητική | φάρυγγα | φάρυγγες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σχεδιάγραμμα του φάρυγγα (1) που δείχνει τα τρία τμήματα από τα οποία αποτελείται
Ετυμολογία
- φάρυγγας < αρχαία ελληνική φάρυγξ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfa.ɾiŋ.ɡas/
Ουσιαστικό
φάρυγγας αρσενικό
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.