γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση < → δείτε τις λέξεις γαστροοισοφαγικός και παλινδρόμηση
Πολυλεκτικός όρος
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση, παροδική ή χρόνια, του πεπτικού συστήματος και ειδικότερα του βλεννογόνου του οισοφάγου κατόπιν αναστροφής γαστρικών υγρών από το στομάχι, μετά από χαλάρωση του κατώτατου οισοφαγικού σφιγκτήρα, που μπορεί να καταλήξει σε οισοφαγίτιδα
Σημειώσεις
- Κύρια αιτία σε ενήλικες είναι το έντονο στρες, όπου και συνοδεύεται με καούρα στον οισοφάγο και πονόλαιμο στην κατάποση, θεραπεύεται με ειδική φαρμακευτική αγωγή και για χρόνια περίπτωση με χειρουργική επέμβαση.
Συνώνυμα
- ΓΟΠ (αρκτικόλεξο)
Μεταφράσεις
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
|
Πηγές
- γαστροοισοφαγικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.