γαστροοισοφαγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαστροοισοφαγίτιδα | οι | γαστροοισοφαγίτιδες |
| γενική | της | γαστροοισοφαγίτιδας | των | γαστροοισοφαγίτιδων |
| αιτιατική | τη | γαστροοισοφαγίτιδα | τις | γαστροοισοφαγίτιδες |
| κλητική | γαστροοισοφαγίτιδα | γαστροοισοφαγίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαστροοισοφαγίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική gastroesophagitis < αρχαία ελληνική γαστήρ + οἰσοφάγος
Ουσιαστικό
γαστροοισοφαγίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
γαστροοισοφαγίτιδα
Πηγές
- γαστροοισοφαγίτιδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.