οισοφαγοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οισοφαγοσκόπηση | οι | οισοφαγοσκοπήσεις |
| γενική | της | οισοφαγοσκόπησης* | των | οισοφαγοσκοπήσεων |
| αιτιατική | την | οισοφαγοσκόπηση | τις | οισοφαγοσκοπήσεις |
| κλητική | οισοφαγοσκόπηση | οισοφαγοσκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οισοφαγοσκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οισοφαγοσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική œsophagoscopie < αρχαία ελληνική οἰσοφάγος + ελληνιστική κοινή σκόπησις < αρχαία ελληνική σκοπέω
-
esophagoscopy στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οισοφαγοσκόπηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.