ξύπνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξύπνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξύπνος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. το ξύπνημα
  2. η εγρήγορση
     συνώνυμα: ο ξύπνιος, το ξύπνο
     αντώνυμα: ύπνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.