χαζοβιόλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαζοβιόλης | οι | χαζοβιόληδες |
| γενική | του | χαζοβιόλη | των | χαζοβιόληδων |
| αιτιατική | τον | χαζοβιόλη | τους | χαζοβιόληδες |
| κλητική | χαζοβιόλη | χαζοβιόληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαζοβιόλης αρσενικό (θηλυκό χαζοβιόλα)
- απλοϊκός, επιπόλαιος, ανόητος, που κάνει χαζομάρες χωρίς κακία
Συγγενικά
- χαζοβιόλικος
- → και δείτε τη λέξη βιολί
Μεταφράσεις
χαζοβιόλης
|
Αναφορές
- χαζοβιόλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.