τσακάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσακάλι | τα | τσακάλια |
| γενική | του | τσακαλιού | των | τσακαλιών |
| αιτιατική | το | τσακάλι | τα | τσακάλια |
| κλητική | τσακάλι | τσακάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τσακάλι της Αφρικής
Ετυμολογία
- τσακάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çakal < περσική شغال (shaghal) < σανσκριτική सृगाल (sṛgālá)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡saˈka.li/
Ουσιαστικό
τσακάλι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοβόρο θηλαστικό του γένους Canis (οικογένεια Canidae), μικρότερο από το λύκο
- (μεταφορικά) πανέξυπνος άνθρωπος
Σύνθετα
Συνώνυμα
-
τσακάλι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
τσακάλι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.