τσακάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσακάλι τα τσακάλια
      γενική του τσακαλιού των τσακαλιών
    αιτιατική το τσακάλι τα τσακάλια
     κλητική τσακάλι τσακάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τσακάλι της Αφρικής

Ετυμολογία

τσακάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çakal < περσική شغال (shaghal) < σανσκριτική सृगाल (sṛgālá)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡saˈka.li/

Ουσιαστικό

τσακάλι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) σαρκοβόρο θηλαστικό του γένους Canis (οικογένεια Canidae), μικρότερο από το λύκο
  2. (μεταφορικά) πανέξυπνος άνθρωπος

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.