ξύπνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξύπνημα | τα | ξυπνήματα |
| γενική | του | ξυπνήματος | των | ξυπνημάτων |
| αιτιατική | το | ξύπνημα | τα | ξυπνήματα |
| κλητική | ξύπνημα | ξυπνήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξύπνημα < ξυπνώ + -μα < μεσαιωνική ελληνική ξυπνῶ < (ελληνιστική κοινή) ἐξυπνόω / ἐξυπνῶ < ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος
Ουσιαστικό
ξύπνημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα τού ξυπνώ, η έξοδος από την κατάσταση του ύπνου
- (κατ’ επέκταση) η έξοδος από μια κατάσταση ηρεμίας, απραξίας, αχρηστίας, παραμέλησης ή εγκατάλειψης
- Το μελωδικό ξύπνημα του αρχαίου θεάτρου της Μεσσήνης (*)
- Καλυμμένη με ηφαιστειακή στάχτη η Ισλανδία, ύστερα από το ξύπνημα του πιο ενεργού ηφαιστείου της χώρας το Σάββατο, που «πάγωσε» τις εσωτερικές πτήσεις αλλά δεν προκάλεσε προβλήματα στις ευρωπαϊκές ή υπερατλαντικές πτήσεις, τουλάχιστον μέχρι τώρα. (*)
- (μεταφορικά) η «αφύπνιση» και η συνειδητοποίηση μιας κατάστασης στον ψυχικό, διανοητικό ή ερωτικό τομέα
- Τον έχει εντυπωσιάσει το γεγονός ότι «ενώ αντικείμενο του έργου είναι το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, κι ενώ μ' αυτό ασχολούνται συνέχεια τα παιδιά, η λέξη «αγάπη» είναι ανύπαρκτη! (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξυπνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.