ξυπνημός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξυπνημός | οι | ξυπνημοί |
| γενική | του | ξυπνημού | των | ξυπνημών |
| αιτιατική | τον | ξυπνημό | τους | ξυπνημούς |
| κλητική | ξυπνημέ | ξυπνημοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξυπνημός < ξυπνώ
Μεταφράσεις
- → δείτε τη λέξη ξύπνημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.