σεξουαλικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξουαλικότητα οι σεξουαλικότητες
      γενική της σεξουαλικότητας των σεξουαλικοτήτων
    αιτιατική τη σεξουαλικότητα τις σεξουαλικότητες
     κλητική σεξουαλικότητα σεξουαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεξουαλικότητα < σεξουαλικ(ός) + -ότης > -ότητα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /se.ksu.a.liˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεξουαλικότητα

Ουσιαστικό

σεξουαλικότητα θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη σεξ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.