έγερση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έγερση οι εγέρσεις
      γενική της έγερσης* των εγέρσεων
    αιτιατική την έγερση τις εγέρσεις
     κλητική έγερση εγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έγερση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγερ(σις) + -ση[1] < ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ʝeɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγερση

Ουσιαστικό

έγερση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.