ρακί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρακί | τα | ρακιά |
| γενική | του | ρακιού | των | ρακιών |
| αιτιατική | το | ρακί | τα | ρακιά |
| κλητική | ρακί | ρακιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρακί < → δείτε τη λέξη ρακή
Ουσιαστικό
ρακί ουδέτερο
- (ποτό) άλλη μορφή του ρακή
- ※ Σάλος προκλήθηκε στην τουρκική κοινή γνώμη με αφορμή την δήλωση του Πρωθυπουργού της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος υποστήριξε ότι εθνικό ποτό της Τουρκίας δεν είναι η μπίρα, ούτε το ρακί, το οποίο λάτρευε ο Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά το μη αλκοολούχο αϊράνι, ένα κρύο ρόφημα με βάση το γιαούρτι. (* εφημερίδα Τα Νέα, 29/4/2013])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.