πεζούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεζούλα | οι | πεζούλες |
| γενική | της | πεζούλας | — | |
| αιτιατική | την | πεζούλα | τις | πεζούλες |
| κλητική | πεζούλα | πεζούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεζούλα < πεζούλι + κατάληξη μεγεθυντικού -α
Ουσιαστικό
πεζούλα θηλυκό
- η αναβαθμίδα, κατασκευή τοίχου από ξερολιθιά που συγκρατεί το χώμα σε πλαγιές που καλλιεργούνται, καθώς και η όλη οριζόντια διαμόρφωση
- ※ Οι κυριότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση του κόστους παραγωγής είναι ο τεμαχισμός του κλήρου, το δύσβατο των περιοχών, το υψηλό κόστος μεταφοράς των απαραίτητων γεωργικών μηχανημάτων, οι υψηλές τιμές των φυτοπροστατευτικών ουσιών καθώς και η διατήρηση του παραδοσιακού τρόπου καλλιέργειας (π.χ. πεζούλες). (Εφημερίδα Το Βήμα, 11/4/2013)
- ※ Κι η κόρη της πού να τα βρει; Από το καζάντι του πατέρα της με το επαρχιλίκι, ή από τις πέντε δέκα πεζούλες, που έχει προίκα της η μάνα στο χωριό; Άλλο δεν της μένει λοιπόν παρά πως να μπερδέψει κάποιον με την ομορφιά της και να σιγουρευτεί. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Α)
- πεζούλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.