ξηρολιθοδομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξηρολιθοδομή οι ξηρολιθοδομές
      γενική της ξηρολιθοδομής των ξηρολιθοδομών
    αιτιατική την ξηρολιθοδομή τις ξηρολιθοδομές
     κλητική ξηρολιθοδομή ξηρολιθοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξηρολιθοδομή < ξηρός + -ο- + λιθοδομή

Προφορά

ΔΦΑ : /ksi.ɾo.li.θo.ðoˈmi/

Ουσιαστικό

ξηρολιθοδομή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.