mur

Βρετονικά (br)

Ουσιαστικό

mur (br)



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

mur (da)

  1. ο τοίχος
  2. το τείχος



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mur murs

mur (fr) αρσενικό

  1. ο τοίχος, το ντουβάρι
  2. (ποδόσφαιρο) το τείχος

Εκφράσεις

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

mur (ca)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

mur (no)

  1. ο τοίχος
  2. το τείχος



Ουαλικά (cy)

Ουσιαστικό

mur (cy)



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet murs mur
cas régime mur murs

mur αρσενικό

  1. ο τοίχος
  2. το τείχος



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

mur (pl)

  1. το τείχος
  2. (αθλητισμός) το τείχος
  3. πλινθόκτιστος ή λιθόκτιστος εξωτερικός τοίχος ή φράχτης

Συγγενικά

  • murarstwo
  • murarz
  • murek



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

mur (sv)

  1. ο τοίχος
  2. το τείχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.