τρόχαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρόχαλος οι τρόχαλοι
      γενική του τρόχαλου των τρόχαλων
    αιτιατική τον τρόχαλο τους τρόχαλους
     κλητική τρόχαλε τρόχαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρόχαλος < αρχαία ελληνική τροχαλός < τρέχω

Ουσιαστικό

τρόχαλος αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) λιθοσωρός
  2. (ιδιωματικό) αναλημματικός τοίχος ξερολιθιάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.