ξεμωραμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεμωραμένος | η | ξεμωραμένη | το | ξεμωραμένο |
| γενική | του | ξεμωραμένου | της | ξεμωραμένης | του | ξεμωραμένου |
| αιτιατική | τον | ξεμωραμένο | την | ξεμωραμένη | το | ξεμωραμένο |
| κλητική | ξεμωραμένε | ξεμωραμένη | ξεμωραμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεμωραμένοι | οι | ξεμωραμένες | τα | ξεμωραμένα |
| γενική | των | ξεμωραμένων | των | ξεμωραμένων | των | ξεμωραμένων |
| αιτιατική | τους | ξεμωραμένους | τις | ξεμωραμένες | τα | ξεμωραμένα |
| κλητική | ξεμωραμένοι | ξεμωραμένες | ξεμωραμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμωραίνομαι
Μετοχή
ξεμωραμένος, -η, -ο ( & ξαναμωραμένος)
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος που παρουσιάζει συμπτώματα άνοιας
- (μειωτικό) ο ηλικιωμένος ή μεσήλικας που ενεργεί με τρόπο τον οποίο οι άλλοι θεωρούν ανάρμοστο για την ηλικία του
- Γυρνάει με πιτσιρίκες ο ξεμωραμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.