ξαναμωραίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksa.na.moˈɾe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐να‐μω‐ραί‐νω
Ρήμα
ξαναμωραίνομαι, π.αόρ.: ξαναμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξαναμωραμένος (αποθετικό ρήμα)
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαναμωραίνομαι | ξαναμωραινόμουν(α) | θα ξαναμωραίνομαι | να ξαναμωραίνομαι | ||
| β' ενικ. | ξαναμωραίνεσαι | ξαναμωραινόσουν(α) | θα ξαναμωραίνεσαι | να ξαναμωραίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ξαναμωραίνεται | ξαναμωραινόταν(ε) | θα ξαναμωραίνεται | να ξαναμωραίνεται | ||
| α' πληθ. | ξαναμωραινόμαστε | ξαναμωραινόμαστε ξαναμωραινόμασταν |
θα ξαναμωραινόμαστε | να ξαναμωραινόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξαναμωραίνεστε | ξαναμωραινόσαστε ξαναμωραινόσασταν |
θα ξαναμωραίνεστε | να ξαναμωραίνεστε | (ξαναμωραίνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξαναμωραίνονται | ξαναμωραίνονταν ξαναμωραινόντουσαν |
θα ξαναμωραίνονται | να ξαναμωραίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξαναμωράθηκα | θα ξαναμωραθώ | να ξαναμωραθώ | ξαναμωραθεί | ||
| β' ενικ. | ξαναμωράθηκες | θα ξαναμωραθείς | να ξαναμωραθείς | |||
| γ' ενικ. | ξαναμωράθηκε | θα ξαναμωραθεί | να ξαναμωραθεί | |||
| α' πληθ. | ξαναμωραθήκαμε | θα ξαναμωραθούμε | να ξαναμωραθούμε | |||
| β' πληθ. | ξαναμωραθήκατε | θα ξαναμωραθείτε | να ξαναμωραθείτε | ξαναμωραθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξαναμωράθηκαν ξαναμωραθήκαν(ε) |
θα ξαναμωραθούν(ε) | να ξαναμωραθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξαναμωραθεί | είχα ξαναμωραθεί | θα έχω ξαναμωραθεί | να έχω ξαναμωραθεί | ξαναμωραμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξαναμωραθεί | είχες ξαναμωραθεί | θα έχεις ξαναμωραθεί | να έχεις ξαναμωραθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξαναμωραθεί | είχε ξαναμωραθεί | θα έχει ξαναμωραθεί | να έχει ξαναμωραθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαναμωραθεί | είχαμε ξαναμωραθεί | θα έχουμε ξαναμωραθεί | να έχουμε ξαναμωραθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαναμωραθεί | είχατε ξαναμωραθεί | θα έχετε ξαναμωραθεί | να έχετε ξαναμωραθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξαναμωραθεί | είχαν ξαναμωραθεί | θα έχουν ξαναμωραθεί | να έχουν ξαναμωραθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξαναμωραμένος - είμαστε, είστε, είναι ξαναμωραμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξαναμωραμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξαναμωραμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξαναμωραμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξαναμωραμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξαναμωραμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξαναμωραμένοι | |||||
Πηγές
- Λέξεις με ξαναμωρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.