ξαναμωραίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαναμωραίνομαι < ξανα- + μωραίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ksa.na.moˈɾe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξαναμωραίνω

Ρήμα

ξαναμωραίνομαι, π.αόρ.: ξαναμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξαναμωραμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (θωπευτικό) φέρομαι σαν μωρό
    Πάει, ο παπούς ξαναμωράθηκε, μιλάει με το εγγόνι του σαν μπέμπης!
  2. (μειωτικό, λαϊκότροπο) παρουσιάζω συμπτώματα άνοιας, νοσώ από άνοια, είμαι ανοϊκός (για ηλικιωμένους που έχουν γεροντική άνοια ή άλλη νευρολογική νόσο)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ξανά και μωραίνω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.