ξαναμωραμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαναμωραμένος | η | ξαναμωραμένη | το | ξαναμωραμένο |
| γενική | του | ξαναμωραμένου | της | ξαναμωραμένης | του | ξαναμωραμένου |
| αιτιατική | τον | ξαναμωραμένο | την | ξαναμωραμένη | το | ξαναμωραμένο |
| κλητική | ξαναμωραμένε | ξαναμωραμένη | ξαναμωραμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαναμωραμένοι | οι | ξαναμωραμένες | τα | ξαναμωραμένα |
| γενική | των | ξαναμωραμένων | των | ξαναμωραμένων | των | ξαναμωραμένων |
| αιτιατική | τους | ξαναμωραμένους | τις | ξαναμωραμένες | τα | ξαναμωραμένα |
| κλητική | ξαναμωραμένοι | ξαναμωραμένες | ξαναμωραμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαναμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναμωραίνομαι
Μετοχή
ξαναμωραμένος, -η, -ο ( & ξεμωραμένος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.