senile
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
senile < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική senile < λατινική senīlis (σχετικός με τους ηλικιωμένους) < senex (ηλικιωμένος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sénos (παλιός, γέρος). Συγγενική με την αρχαία ελληνική ἕνος, την σανσκριτική सन (sana), την παλαιά αρμενική հին (hin), την λιθουανική sẽnas και την γοτθική 𐍃𐌹𐌽𐌴𐌹𐌲𐍃 (sineigs)[1]
Επίθετο
senile (en)
- γεροντικός
- there were a lot of senile grey-haired people walking in the park - υπήρχαν πολλοί γεροντικοί γκριζομάλληδες άνθρωποι που περπατούσαν στο πάρκο
- που έχει άνοια, ξεμωραμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- senility
Αναφορές
- senile - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.