νύστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νύστα | οι | νύστες |
| γενική | της | νύστας | — | |
| αιτιατική | τη | νύστα | τις | νύστες |
| κλητική | νύστα | νύστες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νύστα < νυστ(άζω) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈni.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νύ‐στα
Ουσιαστικό
νύστα θηλυκό
- η αίσθηση ανάγκης για ύπνο, να κοιμηθεί κάποιος
- ※ Νύστα τοῦ ἄπραγου, τοῦ πάθους πυρετός, / τῆς ἀγρύπνιας τὸ σαράκι, ἄρρωστο αἶμα, / στοῦ παιδιοῦ τὰ χέρια χαρταϊτός... / -Ὅ,τι θὰ σοῦ πῶ εἶναι ψέμα. (Κωστής Παλαμάς, Ό,τι θα σου πω..., 1927)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νυστάζω
Μεταφράσεις
νύστα
|
Αναφορές
- νύστα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.