ληθαργικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ληθαργικότητα οι ληθαργικότητες
      γενική της ληθαργικότητας των ληθαργικοτήτων
    αιτιατική τη ληθαργικότητα τις ληθαργικότητες
     κλητική ληθαργικότητα ληθαργικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ληθαργικότητα < ληθαργικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ληθαργικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.