νυσταγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νυσταγμός | οι | νυσταγμοί |
| γενική | του | νυσταγμού | των | νυσταγμών |
| αιτιατική | τον | νυσταγμό | τους | νυσταγμούς |
| κλητική | νυσταγμέ | νυσταγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νυσταγμός < αρχαία ελληνική νυσταγμός
Ουσιαστικό
νυσταγμός αρσενικό
- (ιατρική) σπασμός των μυών του ματιού που προκαλούν ταλαντευτική κίνηση των ματιών
- πιο συνηθισμένες μορφές του νυσταγμού είναι ο οριζόντιος και ο κάθετος
Μεταφράσεις
νυσταγμός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
νυσταγμός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.