γλάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γλάρωμα | τα | γλαρώματα |
| γενική | του | γλαρώματος | των | γλαρωμάτων |
| αιτιατική | το | γλάρωμα | τα | γλαρώματα |
| κλητική | γλάρωμα | γλαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλάρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γλάρωμα ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα που προηγείται του ύπνου, όταν το άτομο γαληνεύει και αρχίζουν να κλείνουν τα μάτια του
- (μεταφορικά) το αφηρημένο, απλανές βλέμμα κάποιου
Μεταφράσεις
γλάρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.