νικήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νικήτρια | οι | νικήτριες |
| γενική | της | νικήτριας | των | νικητριών |
| αιτιατική | τη | νικήτρια | τις | νικήτριες |
| κλητική | νικήτρια | νικήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.