νικῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
νικῶ
- συνηρημένη μορφή του νικάω
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεργητικού ενεστώτα
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής μέσου ενεστώτα (νικῶμαι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.