νικάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νικάω < νικ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική νικῶ, συνηρημένος τύπος του νικάω

Προφορά

ΔΦΑ : /niˈka.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νικάω

Ρήμα

νικάω/νικώ, αόρ.: νίκησα, παθ.φωνή: νικιέμαι, π.αόρ.: νικήθηκα, μτχ.π.π.: νικημένος

  1. υπερισχύω επί του αντιπάλου σε πόλεμο, εκλογές, αθλητικό αγώνα
    οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα
    το κόμμα μας θα νικήσει στις εκλογές
  2. (μεταφορικά)
    προσπαθούσε να νικήσει τις αντιξοότητες

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

τα σύνθετα

 και δείτε τη λέξη νίκη

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νικάω < νίκη και jω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

νικάω - νικῶ (συνηρημένο)

  1. κερδίζω σε μάχη
  2. υπερισχύω σε γνώμη
  3. αποφασίζω, λαμβάνω απόφαση

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη νίκη

Σύνθετα

  • ἀντινικάω
  • ἀπονικάω
  • ἐκνικάω
  • κατανικάω
  • προνικάω
  • παρανικάω
  • προσνικάω
  • συννικάω
  • ὑπερνικάω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.