ηττημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηττημένος η ηττημένη το ηττημένο
      γενική του ηττημένου της ηττημένης του ηττημένου
    αιτιατική τον ηττημένο την ηττημένη το ηττημένο
     κλητική ηττημένε ηττημένη ηττημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηττημένοι οι ηττημένες τα ηττημένα
      γενική των ηττημένων των ηττημένων των ηττημένων
    αιτιατική τους ηττημένους τις ηττημένες τα ηττημένα
     κλητική ηττημένοι ηττημένες ηττημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /i.tiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηττημένος

Μετοχή

ηττημένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.