νησιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νησιώτης | οι | νησιώτες |
| γενική | του | νησιώτη | των | νησιωτών |
| αιτιατική | τον | νησιώτη | τους | νησιώτες |
| κλητική | νησιώτη | νησιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νησιώτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νησιώτης[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νήσ(ος), νησ(ί) + -ιώτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /niˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νη‐σιώ‐της
Συγγενικά
- νησιωτόπουλο, νησιωτοπούλα
- νησιώτικος, νησιωτικός
- → και δείτε τη λέξη νησί
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- νησιώτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νησιώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε νησ(ίον) + -ιώτης
- νησώτης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νησίον
Πηγές
- νησιώτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νησιώτης | οἱ | νησιῶται |
| γενική | τοῦ | νησιώτου | τῶν | νησιωτῶν |
| δοτική | τῷ | νησιώτῃ | τοῖς | νησιώταις |
| αιτιατική | τὸν | νησιώτην | τοὺς | νησιώτᾱς |
| κλητική ὦ! | νησιῶτᾰ | νησιῶται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νησιώτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νησιώταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νησιώτης αρσενικό (θηλυκό νησιῶτις)
- νησιώτης
- ※ καὶ οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν οἱ νησιῶται, Κᾶρές τε ὄντες καὶ Φοίνικες· οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν
- Την πειρατεία ασκούσαν κυρίως νησιώτες, Κάρες και Φοίνικες. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί στα περισσότερα νησιά
- Θουκυδίδης (c.460‑c.399 πΚΕ), Ἱστορίαι, 1.8.1 @greek‑language.gr, μετάφραση: Άγγελος Βλάχος
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός κολυμβητή
Συνώνυμα
- νησίτης
Αντώνυμα
Επίθετο
νησιώτης αρσενικό (θηλυκό νησιῶτις, σπάνια και ουδέτεροι τύποι)
Συνώνυμα
- νησίτης
- νησιωτικός
- νᾱσιώτᾱς (δωρικός τύπος )
Συγγενικά
- νησιαρχέω, -ῶ
- νησίζω, νησιάζω
- νησίτης
- νησιωτικός
- νησόομαι, -οῦμαι
- → και δείτε τη λέξη νῆσος
Πηγές
- νησιώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νησιώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.