νησιωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νησιωτικός η νησιωτική το νησιωτικό
      γενική του νησιωτικού της νησιωτικής του νησιωτικού
    αιτιατική τον νησιωτικό τη νησιωτική το νησιωτικό
     κλητική νησιωτικέ νησιωτική νησιωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νησιωτικοί οι νησιωτικές τα νησιωτικά
      γενική των νησιωτικών των νησιωτικών των νησιωτικών
    αιτιατική τους νησιωτικούς τις νησιωτικές τα νησιωτικά
     κλητική νησιωτικοί νησιωτικές νησιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νησιωτικός < αρχαία ελληνική νησιωτικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.sço.tiˈkos/ & /ni.si̯o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νησιωτικός

Επίθετο

νησιωτικός, -ή, -ό

  1. που αποτελείται από νησιά
    ένα νησιωτικό σύμπλεγμα
    η νησιωτική πολιτική σε νησιωτικά κράτη όπως η Ελλάδα, ασκείται από συγκεκριμένα υπουργεία
  2. που αναφέρεται στα νησιά
    η νησιωτική πολιτική σε νησιωτικά κράτη όπως η Ελλάδα, ασκείται από συγκεκριμένα υπουργεία
    μας μαγεύει η νησιωτική αρχιτεκτονική του Αιγαίου, με τα χαρακτηριστικά νησιώτικα κάτασπρα σπιτάκια της, τα γαλάζια χρώματα, τις καμάρες...
    άλλη μορφή: νησιώτικος (οικείο, λιγότερο επίσημο)

Πολυλεκτικοί όροι

  • νησιωτικό κράτος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη νησί

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.