νήσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νήσος | οι | νήσοι |
| γενική | της | νήσου | των | νήσων |
| αιτιατική | τη | νήσο | τις | νήσους |
| κλητική | νήσε | νήσοι | ||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

άποψη νήσου από ψηλά
Ετυμολογία
- νήσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νῆσος. Δείτε και νησί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.