νησιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νησιώτισσα | οι | νησιώτισσες |
| γενική | της | νησιώτισσας | των | νησιωτισσών |
| αιτιατική | τη | νησιώτισσα | τις | νησιώτισσες |
| κλητική | νησιώτισσα | νησιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.