νησιωτόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νησιωτόπουλο τα νησιωτόπουλα
      γενική του νησιωτόπουλου των νησιωτόπουλων
    αιτιατική το νησιωτόπουλο τα νησιωτόπουλα
     κλητική νησιωτόπουλο νησιωτόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νησιωτόπουλο < νησιώτης + -πουλο (< -πουλος)

Ουσιαστικό

νησιωτόπουλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.